σεληνοκεντρικός

σεληνοκεντρικός
η , ό[ν] астр. селеноцентрический, окололунный;

σεληνοκεντρική τροχιά — селеноцентрическая (или окололунная) орбита


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σεληνοκεντρικός" в других словарях:

  • σεληνοκεντρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κέντρο τής Σελήνης 2. φρ. «σεληνοκεντρικές συντεταγμένες» σύστημα συντεταγμένων στο οποίο ως αρχή λαμβάνεται το κέντρο τής Σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. selenocentric (< σελήνη + κεντρικός) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»